- ἑστώσας
- ἑστώσᾱς , ἵστημιmake to standperf part act fem acc plἑστώσᾱς , ἵστημιmake to standperf part act fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπτόπηνος — λεπτόπηνος, ον (Α) λεπτά υφασμένος («ἐν λεπτοπήνοις ὕφεσιν ἑστώσας... κόρας», Εύβουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ηνος (< πήνη «υφάδι»), πρβλ. αβρό πηνος, εύ πηνος] … Dictionary of Greek
ՀԱՍՏԱԿԱՅ — (ի, ից.) NBH 2 0054 Chronological Sequence: 8c ա. ἐστῶσας constans. Հաստատ կայիւք. անյողդողդ. *Ըստ հաստակայ եւ հզօր եւ միեղէն եւ անանջատելի գիտութեան. Դիոն. թղթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)